Μινέρβα

Μινέρβα
I
Θεά των Ρωμαίων. Ταυτίζεται με την Αθηνά. Στην αρχή λατρευόταν από τους Σαβίνους. Στη Ρώμη εμφανίστηκε την ίδια εποχή που λατρευόταν στο Καπιτώλιο η τριάδα του Δία, της Ήρας και της Αθηνάς.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 24 Αυγούστου 1867. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,8 και βρίσκεται σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 7,7. Διεθνώς ονομάζεται Minerva 93.
* * *
η
μυθ. (στη ρωμαϊκή θρησκεία) η θεά τής χειροτεχνίας, τών επαγγελμάτων, τών τεχνών και, αργότερα, τού πολέμου, η οποία ταυτιζόταν συνήθως με την Αθηνά τών Ελλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Μinerva (πρβλ. mens «νους»), πιθ. με προέλευση ετρουσκική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Καζανάτα, Τζιρόλαμο — (Girolamo Casanata, Νάπολη 1620 – Ρώμη 1700). Ιταλός καρδινάλιος, θεολόγος και πολιτικός. Υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Σαμπίνα (1648), της Ανκόνα (1656), ως μέλος της Ιεράς Εξέτασης στη Μάλτα (1658), ενώ το 1693 διορίστηκε βιβλιοθηκάριος της… …   Dictionary of Greek

  • Λίπι, Φιλιπίνο — (Πράτο 1457; – Φλωρεντία 1504). Ιταλός ζωγράφος. Γιος του Φιλίπο Λίπι (βλ. λ.), άρχισε από πολύ νέος να ζωγραφίζει στο εργαστήριο του πατέρα του και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο εργαστήριο του Μποτιτσέλι. Νεανικά έργα του θεωρούνται οι… …   Dictionary of Greek

  • Τζίκος, Περικλής — Πολύγλωσσος λόγιος του 19ου αι., που γεννήθηκε το 1851 στο Λονδίνο από γονείς που κατάγονταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Ίδρυσε στη Ρώμη το περιοδικό Μινέρβα. Ο Τ. έγραψε διάφορα έργα στα… …   Dictionary of Greek

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”